- Σαντορίνη
- Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο Σαντορίνη εννοούνται και τα ηφαιστειογενή νησάκια, με τα οποία αποτελούν σύμπλεγμα: Θηρασία (9 τ. χλμ., 233 κάτ.), Ασπρονήσι, Παλαιά και Νέα Καμένη. Διοικητικά η Σ. αποτελεί το δήμο θήρας (8771 κάτ.) του νομού Κυκλάδων της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου. Στο νησί υπάγεται και η κοινότητα Οίας (822 κάτ.). Πρωτεύουσα του νησιού και έδρα του δήμου είναι η θήρα (1629 κάτ.). Στο δήμο υπάγονται οι κοινότητες Ακρωτηρίου, Βόθωνος, Βουρβούλου, Εμπορείου, Έξω Γωνιάς, Επισκοπής Γωνιάς, Ημεροβιγλίου, Καρτεράδου, Μεγαλοχωρίου, Μεσαριάς και Πύργου Καλλίστης.
Η Θήρα, η Θηρασία και το Ασπρονήσι σχηματίζουν ένα δαχτύλιο που περικλείει μια θαλάσσια λεκάνη, στο κέντρο της οποίας προβάλλουν τα νησιά Παλαιά και Νέα Καμένη: η ηφαιστειογενής αυτή ομάδα νησιών είναι γνωστή ως «ηφαίστειο της Σ.».
Η γεωλογική ιστορία της Σ. ξεκινάει από ένα μικρό νησί στο νότιο τμήμα της θήρας, που αποτελούνταν από μεσοζωικούς ημικρυσταλλικούς ασβεστόλιθους με απολιθώματα Μεγαλόδοντος και από σχιστόλιθους υπολείμματα των οποίων είναι το βουνό προφήτης Ηλίας (586 μ.) στο νότ. τμήματης θήρας. Κατά το πλειστόκαινο φαίνεται πως μέσα από τα ρήγματα των ασβεστόλιθων αυτών βρήκε διέξοδο το μάγμα κάποιας υπόγειας εστίας, που προκάλεσε την έκρηξη του πρώτου ηφαίστειου, την οποία ακολούθησαν και άλλες υποθαλάσσιες εκχύσεις ηφαιστειακής λάβας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα νησί σε σχήμα κώνου με κυκλική βάση, η Στρογγύλη, αποτελούμενη κυρίως από μεγάλους ηφαιστειακούς όγκους, που ξεχύθηκαν κατά τις εκρήξεις. Σημαντικές νέες ηφαιστειακές εκδηλώσεις επαναλήφτηκαν μεταξύ 1500 - 1300 π.Χ., ώσπου τελικά η οροφή του ηφαίστειου κατάπεσε και απόμειναν μόνο τα εξωτερικά τμήματα του νησιού, που αποτέλεσαν τη Θήρα, τη Θηρασία και το Ασπρονήσι, ενώ την κεντρική κοιλότητα (Καλδέρα) την κατέλαβε η θάλασσα. Επί 1500 περίπου χρόνια από τότε το ηφαίστειο ηρεμούσε, έως ότου νέα υποθαλάσσια ηφαιστειακή δραστηριότητα δημιούργησε νέο νησί, την Παλαιά Καμένη (157 μ.Χ.). Γύρω στο 1570 μ.Χ. αναδύθηκε νέο νησί, η Μικρή Καμένη, ενώ 150 περίπου χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε η Νέα Καμένη, η οποία με τις εκρήξεις του 1866 ενώθηκε με το θόλο του Άγιου Γεώργιου και της Αφρόεσσας. Νέα φάση παροξυσμών του ηφαίστειου μεταξύ 1925 - 1950 είχε ως αποτέλεσμα να αναδυθούν μικρά νησιά, που όλα τελικά ενώθηκαν σε ένα, τις Νέες Καμένες. Το ηφαίστειο της Σ., που ανήκει στο τόξο των ηφαίστειων του νότιου Αιγαίου, είναι ενεργό. Η περιοχή πλήττεται συχνά από σεισμούς ηφαιστειακής προέλευσης· ο τελευταίος έγινε το 1956 και είχε 53 νεκρούς.
Από τα ηφαιστειακά πετρώματα της Σ., τα οποία αποτελούν σχεδόν ολόκληρο το συγκρότημα των νησιών αυτών, καθώς και από τα ορυκτά, που υπάρχουν σε διάφορα σημεία, πολλά είναι εκμεταλλεύσιμα· θηραϊκή γη, που την καλύπτει σχεδόν ολόκληρη, κίσηρη (ελαφρόπετρα), σανδαράχη, αυτοφυές θείο, γαληνίτης, ανυδρίτης, βαρυτίνη κ.ά. Στη Σ. υπάρχουν επίσης θαωνίες, δηλαδή ατμίδες από θειούχα αέρια και ηφαιστειογενείς θερμές πηγές.
Μυθολογία, προϊστορία, ιστορία. Τη γένεση του νησιού περιγράφει ο Απολλόδωρος στα Αργοναυτικά (4, 1731 κε.): οι Αργοναύτες, επιστρέφοντας από την Κολχίδα, πέρασαν κι από τη Λιβύη, όπου ο βασιλιάς της χώρας Ευρύπυλος, γιος του Ποσειδώνα, τους φιλοξένησε και φεύγοντας τους χάρισε ένα βώλο γης, που ο Εύφημος τον άφησε από απροσεξία να πέσει στη θάλασσα, όταν η Αργώ έφτασε στο ύψος της Ανάφης κι έτσι δημιουργήθηκε ένα νησί, η Καλλίστη. Ανάλογη παραλλαγή του μύθου αναφέρει κι ο Πίνδαρος (Πυθιόνικος Δ 457 κε.). Είναι φανερό πως ο μύθος έχει τη ρίζα του στις ιδιόρρυθμες γεωλογικές τύχες του νησιού, παράλληλα όμως αιτιολογεί την ίδρυση της Κυρήνης από Θηραίους άποικους στη Λιβύη.
Στις αρχές της πρώτης χιλιετίας φτάνουν στο νησί Δωριείς υπό την αρχηγία του θήρα του Αυτεσίωνα, συγγενή του βασιλικού οίκου της Σπάρτης, ο οποίος ξεκίνησε με τρεις τριακοντόρους από το Γύθειο, ίδρυσε στο νησί την πόλη θήρα, από την οποία ονομάστηκε και ολόκληρο το νησί, έγινε ο πρώτος βαοπλιάς του και μετά το θάνατό του λατρεύτηκε ως ήρωας -οικιστής. Κατά την παράδοση το θήρα είχαν ακολουθήσει και Μινύες, κάτοικοι της Λακωνίας προερχόμενοι από τη Λήμνο. Η πληροφορία ότι μαζί με τους Δωριείς έρχονται στο νησί και Μινύες είναι πολύ σημαντική, γιατί η σύνθεση αυτή του πληθυσμού οδήγησε αργότερα σε εσωτερικές διαμάχες, που είχαν ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Κυρήνης από Θηραίους αποίκους: όταν στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. επικράτησαν τελικά οι Δωριείς σε βάρος των άλλων κατοίκων, οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να φύγουν στη Λιβύη με αρχηγό τον Αριστοτέλη, που είχε το παρώνυμο Βάττος, όπου ίδρυσαν την Κυρήνη, οι σχέσεις της οποίας με τη μητρόπολη δεν ήταν καθόλου καλές στα πρώτα χρόνια, φαινόμενο όχι πολύ συχνό στην ιστορία του ελληνικού αποικισμού. Αργότερα οι σχέσεις μητρόπολης και αποικίας αποκαταστάθηκαν και στο μεγάλο λιμό του 330 π.Χ. οι Κυρηναίοι έστειλαν στους Θηραίους στάρι πολύ περισσότερο από όσο έστειλαν σε άλλες μεγαλύτερες περιοχές-
Στους Περσικούς πολέμους η θήρα δεν έλαβε μέρος. Στις αρχές του Πελοποννησιακού ήταν με το μέρος της Σπάρτης, αργότερα όμως αναφέρεται στους φορολογικούς καταλόγους της πρώτης αθηναϊκής συμμαχίας. Μετά την αθηναϊκή ήττα στους Αιγός ποταμούς (404 π.Χ.) οι Θηραίοι ανακτούν την ανεξαρτησία τους και όπως φαίνεται δε συμμετέχουν στη δεύτερη αθηναϊκή συμμαχία, όπως δεν είναι βέβαιο αν έλαβαν μέρος αργότερα στο Κοινό των Νησιωτών. Με το Χρεμωνίδειο πόλεμο (267 - 261 π.Χ.) αρχίζει η κατοχή της θήρας από τους Πτολεμαίους, οι οποίοι τη χρησιμοποιούν ως ναυτική βάση ως την ήττα του Πτολεμαίου του Φιλομήτορα στη μάχη της Αντιόχειας (146 π.Χ.) από τον Αλέξανδρο Βάλα. Στη ρωμαϊκή εποχή το νησί υπάγεται στην επαρχία της Ασίας, με ένα είδος αυτονομίας για τα τοπικά ζητήματα.
Ο χριστιανισμός πρέπει να ήρθε σχετικά νωρίς στη θήρα, ίσως μέσω μιας εβραϊκής κοινότητας, που πρέπει να υπήρχε εκεί, όπως μαρτυρούν επιτύμβιες επιγραφές. Στη Σύνοδο της Νίκαιας (325) έλαβε μέρος και Θηραίος επίσκοπος. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), ο δυνάστης της Νάξου Μάρκος Σανούδος έδωσε τη θήρα στο Βενετό Τζάκομο Μπαρότση, οι απόγονοι του οποίου κράτησαν το νησί ως το 1336, οπότε αποτέλεσε δουκάτο της Νάξου ως το 1579 που το κατέλαβαν οι Τούρκοι.
Το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 14o αι. και φαίνεται ότι καθιερώθηκε από τους ιταλικούς πορτολάνους της εποχής. Οι ορθόδοξοι κάτοικοι του νησιού έλαβαν μέρος στην Επανάσταση του 1821 προσφέροντας πλοία, πληρώματα και κρασί για το στόλο.
Αρχαιολογία. Σποραδικά ευρήματα (μαρμάρινα αγγεία, ειδώλια κ.ά.) μαρτυρούν ότι το νησί κατοικήθηκε στην πρωτοκυκλαδική εποχή (3η - 2η π.Χ. χιλιετία). Από την περίοδο 2000 -1550 π.Χ., δεν υπάρχουν ευρήματα, αλλά αυτό είναι ασφαλώς τυχαίο. Το μεγάλο πάχος της ηφαιστειακής τέφρας και της ελαφρόπετρας, που σκέπασε το νησί στη μεγάλη έκρηξη του ηφαίστειου, δεν επιτρέπει παντού την αρχαιολογική έρευνα.
Ανασκαφές του Fouque στη Θηρασία και του Zahn στο Ακρωτήρι τον περασμένο αιώνα καθώς και οι τελευταίες συστηματικότερες έρευνες του καθηγητή Μαρινάτου διαφωτίζουν την Υστερομινωική 1α περίοδο του νησιού (1500 - 1470 π.Χ.). Ο μινωικός οικισμός του Ακρωτηριού βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, κοντά στην παραλία που είναι στραμμένη προς την Κρήτη, τοποθεσία εξαιρετική για τη ναυσιπλοΐα της εποχής εκείνης, γιατί προστατεύεται από τα μελτέμια, που επικρατούν στο Αιγαίο το μισό σχεδόν χρόνο. Η ξαφνική καταστροφή που προξένησε η μεγάλη έκρηξη του ηφαίστειου βρήκε την πόλη σε περίοδο ακμής. Όπως συνάγεται από τα ευρήματα, οι κάτοικοι είχαν ως απασχόληση, παράλληλα με τη ναυτιλία, το ψάρεμα, τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Σε μεγάλους πίθους των αποθηκών, που αποκαλύφτηκαν, βρέθηκαν απανθρακωμένα σταφύλια, φάβα, κέχρος και σουσάμι. Αλλού βρέθηκαν θαλασσινά όστρακα, κόκαλα ψαριών και αχινοί μέσα σ’ ένα καλάθι από λυγαριά, που θα χρησίμευε στο ψάρεμα, όπως ο κύρτος των σημερινών ψαράδων. Τα περισσότερα κεραμικά ευρήματα είναι ντόπιας παραγωγής, παρουσιάζονται όμως και πολλά που έχουν εισαχθεί από την Κρήτη και βοηθούν στη χρονολόγηση των ντόπιων, τα οποία παρουσιάζουν έντονη κυκλαδική επίδραση. Παράλληλα με τα πήλινα έχουν βρεθεί λίθινα και χάλκινα αγγεία. Τα εργαλεία είναι λίθινα και χάλκινα. Πολύτιμα μέταλλα βρέθηκαν σε ελάχιστα ίχνη. Οι μινωικοί κάτοικοι της θήρας ήταν άριστοι οικοδόμοι: έχτιζαν τριώροφες οικοδομές με πελεκητά αγκωνάρια στις γωνίες, ενώ τα άλλα μέρη των τοίχων αποτελούνται από μικρές αδούλευτες πέτρες, που συνδέονται με χωματόλασπη και ξυλοδεσιές. Τα μεγάλα οικοδομήματα είναι εφοδιασμένα με πολύθυρα και κλιμακοστάσια, όπως τα ανάλογα της Κρήτης. Τόσο οι εσωτερικές όσο και οι εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων καλύπτονται με κονίαμα. Συχνά οι εσωτερικοί τοίχοι διακοσμούνται με θαυμάσιες τοιχογραφίες, τα θέματα των οποίων είναι νατουραλιστικά ζωγραφισμένα με έντονα χρώματα: πίθηκοι σκαρφαλωμένοι στους βράχους όπου φυτρώνουν κρόκοι, ένα άλλο τοπίο με ανθισμένα κρίνα και χελιδόνια, αντιλόπες κ.ά. Μια άλλη ομάδα τοιχογραφιών παρουσιάζει σκηνές θρησκευτικών τελετών και επεισόδια της καθημερινής ζωής.
Το Ακρωτήρι είναι μοναδικό ως μαρτυρία της πολιτιστικής στάθμης της εποχής του χαλκού. Το στρώμα της λάβας, που σκέπασε το νησί, διατήρησε σχεδόν ανέπαφο το μινωικό οικισμό, άμεση και αναντικατάστατη πηγή πληροφοριών για την αρχαιολογική έρευνα. Οι ανασκαφές βρίσκονται ακόμα στην πρώτη τους φάση και συνεχίζονται, παρά τα πολλά τεχνικά προβλήματα που παρουσιάζουν.
Ιστορική περίοδος: Αντίθετα προς τους μινωικούς κατοίκους της θήρας, οι Δωριείς, που εγκαταστάθηκαν στο νησί κατά τις αρχές της πρώτης χιλιετίας, έχτισαν την πόλη τους, τη θήρα, στο απόκρημνο οροπέδιο του Μέσα Βουνού, στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Η περιοχή αυτή είναι προσιτή μόνο από τη βορειοδυτική πλευρά της, όπου ένας αυχένας, η Σελλάδα, συνδέει το Μέσα Βουνό με τον Προφήτη Ηλία και τις παραλίες Καμάρι στους βόρειους και Περίσσα στους νότιους πρόποδες του Μέσα Βουνού. Η φυσικά οχυρή αυτή περιοχή πρόσφερε ασφαλή προστασία στους κατοίκους της κατά την ταραγμένη εκείνη εποχή, γι’ αυτό και η πόλη δεν περιβάλλεται από τείχος: μοναδικό οχυρωματικό έργο είναι ένα μικρό τείχος, που έκλεινε τη βορειοδυτική βατή πλευρά του Μέσα Βουνού. Οι ανασκαφές, που έκανε στα τέλη του περασμένου αιώνα ο Γερμανός αρχαιολόγος Γκαίρτρινγεν, αποκάλυψαν την ελληνιστική και ρωμαϊκή κυρίως φάση της πόλης, ενώ σε μερικά σημεία, όπου η επίχωση ήταν μικρή, βρέθηκαν και κτίρια παλιότερων εποχών. Ο χώρος της αρχαίας πόλης, 800 x 300 μ. περίπου, παρουσιάζει μια μικρή κλίση προς ΒΑ. Η πόλη είναι χτισμένη αμφιθεατρικά σε αλλεπάλληλα πεζούλια, που συγκρατούνται από μικρά αναλήμματα, και διασχίζεται ολόκληρη από ένα κεντρικό δρόμο, με τον οποίο διασταυρώνονται άλλοι μικρότεροι, που με τις πολλές και ακανόνιστες διακλαδώσεις τους θυμίζουν τους σύγχρονους κυκλαδίτικους οικισμούς.
Στο κέντρο της πόλης βρίσκεται η αγορά· το σπουδαιότερο κτίριό της, που συγκέντρωνε το δημόσιο βίο της πόλης, είναι η «Βασίλειος Στοά», μεγάλο οροθογώνιο κτίσμα με εσωτερική κιονοστοιχία. Δεν μπορεί να χρονολογηθεί παλιότερα από την ύστερη ελληνιστική εποχή. Στην εποχή του Τραϊανού επισκευάστηκε και τροποποιήθηκε σε μεγάλη έκταση. Λίγο βορειότερα από τη στοά βρίσκεται ο αναλημματικός τοίχος του ναού του Διονύσου, ο οποίος στη ρωμαϊκή εποχή έγινε ναός των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Στην αγορά υπάρχουν επίσης θέρμες και πολλές βάσεις τιμητικών ανδριάντων για Ρωμαίους αυτοκράτορες και ιδιώτες. Στην ανατολική πλευρά του δρόμου βρίσκεται το θέατρο, που χτίστηκε στην ελληνιστική εποχή και τροποποιήθηκε στους αυτοκρατορικούς χρόνους. Στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης, την ιερή περιοχή της όπου καταλήγει ο δρόμος, υπάρχει το σπουδαιότερο ιερό της πόλης, ο αρχαϊκός ναός του Καρνείου Απόλλωνα, απλός, χωρίς εξωτερική κιονοστοιχία, με πρόναο και σηκό. Ένας αρχαϊκός αναλημματικός τοίχος, που σώζεται σχεδόν ακέραιος, Ν του ναού, στηρίζει την πλατεία όπου οι κάτοικοι γιόρταζαν κάθε Σεπτέμβριο τα Κάρνεια. Μεταξύ του αναλημματικού τοίχου και του ναού σώζονται τα ίχνη πολυγωνικού τοίχου, που υποστήριζε άλλο ιερό οικοδόμημα, ίσως το ιερό του οικιστή θήρα. Ανατολικά του μεγάλου τοίχου και στο ίδιο βάθος με τη βάση του είναι το γυμνάσιο των έφηβων, σχεδόν τελείως καταστρεμμένο και με τόσες μετατροπές σε διάφορες εποχές, ώστε είναι δύσκολο να φανεί το αρχικό του σχέδιο· βέβαιο είναι πάντως ότι στον 7o αι. π.Χ. η περιοχή συνδυάζεται με την αγωγή των έφηβων. Άμεση σχέση με το γυμνάσιο έχει ένα μικρό φυσικό σπήλαιο, προσιτό από την αυλή του γυμνάσιου, αφιερωμένο στον Ηρακλή και στον Ερμή.
Η περιοχή αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της ελληνικής γραφής, γιατί διάσωσε πολλές επιγραφές χρονολογούμενες στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Οι επιγραφές αυτές είναι πρόχειρα χαράγματα στους λείους βράχους και μας παραδίνουν ονόματα έφηβων και φράσεις με άσεμνο πολλές φορές περιεχόμενο· άλλες αναφέρουν ονόματα θεών και ηρώων. Το αλφάβητο των επιγραφών αυτών, συγκρινόμενο με αλφάβητα άλλων περιοχών, παρουσιάζει πολλές ιδιορρυθμίες: φαίνεται ότι οι Θηραίοι το παρέλαβαν άμεσα από την Ανατολή, χωρίς να μεσολαβήσουν άλλες ελληνικές πόλεις.
Άλλα ιερά της αρχαίας θήρας είναι το ιερό του Πύθιου Απόλλωνα, που έγινε χριστιανικός ναός, και το ιερό των Αιγύπτιων θεών, που συνδυάζεται και με τη λατρεία των Πτολεμαίων, η οποία ασκείται από ένα σύλλογο πολιτών, των Βασιλιστών. Το ιερό της Επικτήτας, πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η εκκλησία του Ευαγγελισμού, είχε μάλλον ιδιωτικό χαρακτήρα και σχετιζόταν με τη θηραϊκή συνήθεια του αφηρωισμού των νεκρών. Στην περιφέρεια της πόλης υπάρχουν επίσης πολλές κόγχες σκαλισμένες στους βράχους, αφιερωμένες σε διάφορες θεότητες. Αξιοπρόσεκτο είναι ακόμα το μικρό τέμενος που ίδρυσε τον 3o αι. π.Χ. στην είσοδο της πόλης ο Αρτεμίδωρος από τον Πέργη της Μ. Ασίας, γνήσιο τέκνο της κοσμοπολίτικης ελληνιστικής σκέψης, όπως βγαίνει από το πλήθος των σχετικών με τη ζωή του επιγραμμάτων που άφησε, και ο οποίος φαίνεται πως ήρθε ως εκπρόσωπος των Πτολεμαίων στη θήρα και έμεινε εκεί ως το τέλος της ζωής του. Στο μικρό χώρο του τεμένους συγκέντρωσε τη λατρεία πλήθους θεοτήτων, στις οποίες αφιέρωσε ανάγλυφα σκαλισμένα στο φυσικό βράχο και επιγράμματα, που αν δεν είναι υποδείγματα ποιητικής, μαρτυρούν όμως ορφικές επιδράσεις.
Η νεκρόπολη της θήρας βρίσκεται στις κλιτύς της Σελλάδας. Τον περασμένο αιώνα οι Γερμανοί είχαν αποκαλύψει τμήματα των νεκροταφείων του 8ου και 7ου αι. π.Χ. · οι σύγχρονες ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας (Ν. Ζαφειρόπουλος) έφεραν στο φως το αρχαϊκό και το κλασικό νεκροταφείο της θήρας. Τα κεραμικά ευρήματα των τάφων αποδείχνουν πως υπήρχε ντόπιο εργαστήριο, εξαρτημένο όμως από άποψη τεχνοτροπίας από τη Νάξο. Χαρακτηριστικό πάντως είναι η απόλυτη συντηρητικότητα, που οδηγεί στη διατήρηση αυστηρά γεωμετρικών στοιχείων ως τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. Από τα μεγάλα έργα πλαστικής, που βρέθηκαν στη νεκρόπολη, τα περισσότερα είναι ναξιακά.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι στο νησί εκτός από τη θήρα υπήρχαν και άλλες έξι πόλεις ή μικροί οικισμοί (χώροι), από τους οποίους με βεβαιότητα έχει τοποθετηθεί ο οικισμός Οία στους βόρειους πρόποδες του Μέσα Βουνού, στη σημερινή τοποθεσία Καμάρι· το σημερινό τοπωνύμιο Οία, στο βόρειο άκρο του νησιού, εντελώς άσχετο, οφείλεται σε ιστορικήάγνοια. Η Οία είχε γυμνάσιο και παλαίστρα και ήταν, όπως και η Περίσσα, η αντίστοιχη περιοχή στους νότιους πρόποδες του Μέσα Βουνού, επίνειο της θήρας. Οι γεωγράφοι αναφέρουν επίσης πόλη Ελευσίνα, που πολλοί την τοποθετούν στη σημερινή περιοχή Εξεμύτης. Ίχνη αρχαίων οικισμών υπάρχουν στα σημερινά χωρία Μέσα Γωνιά, Μεσαριά, Μεγάλο Χωριό, Κοντοχώρι, Φοινικιά.
Έξω από την περιοχή της αρχαίας θήρας, ανάμεσα στα χωριά Νημποριό και Μεγάλο Χωριό, υπάρχει το ιερό της θεάς Βασιλείας, που διατηρείται σε άριστη κατάσταση, με την αρχαία του στέγη, επειδή έγινε χριστιανική εκκλησία, του Άγιου Νικόλαου του Μαρμαρίτη.
- Χριστιανικοί χρόνοι: Τα χριστιανικά μνημεία της θήρας είναι ελάχιστα, κι αυτό δε θα είναι άσχετο με τη σεισμικότητα του νησιού. Λείψανα παλαιοχριστιανικών βασιλικών υπάρχουν είτε στα αρχαία ιερά είτε κάτω από μεταγενέστερους βυζαντινούς ναούς, όπως η Παναγία της Επισκοπής, κοντά στο χωριό Μέσα Γωνιά, που χτίστηκε πιθανώς από τον Αλέξιο A’ Κομνηνό (1081-1118), που παρά τις επεμβάσεις των κατά καιρούς ανακαινιστών - σήμερα είναι ένα γραφικό λευκό οικοδομικό σύμπλεγμα κυκλαδίτικης μορφής - διατηρεί σε ικανοποιητική κατάσταση μέρος του ζωγραφικού της διακόσμου -τοιχογραφίες που χαρακτηρίζονται από συνοπτικότητα, εκφραστική δύναμη αλλά και κάποια αδρότητα και χρονολογούνται στη στροφή του 11ου προς το 12o αι. - και το θαυμάσιο μαρμάρινο τέμπλο με ανάγλυφη διακόσμηση και κηρομαστίχη. Άλλες βυζαντινές εκκλησίες του νησιού είναι η Αγία Ειρήνη στην Περΐσσα, ερειπωμένη, η Εγκαρδιώτισσα στη Γωνιά, το Θεοτοκάκι στον Πύργο, ο Άγιος Αντώνιος στο Μεροβίγλι και ο Άγιος Ιωάννης των Μυλωνάδων στο Κοντοχώρι. Σε πολλές μεταβυζαντινές εκκλησίες του νησιού σώζονται ακόμα θαυμάσια ξυλόγλυπτα τέμπλα και φορητές εικόνες μεγάλων μαστόρων της Κρητικής σχολής. Αξιολογότατη είναι επίσης η λαϊκή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική: με κύριο μορφολογικό χαρακτηριστικό τη θολοδομία, σε διάφορες γραφικές παραλλαγές, εκμεταλλεύτηκε τα ντόπια υλικά (θηραϊκή γη, ελαφρόπετρα κ.ά.) που την ευκόλυναν στην κατασκευή, προσαρμόστηκε στις φυσικές συνθήκες του τόπου (συχνοί σεισμοί, ισχυροί άνεμοι) και με την εκτυφλωτική λευκότητα του ασβέστη σφραγίζει τη μορφή του νησιού.
Φωτογραφία από την περιοχή Αμπελώνων Θήρας (φωτ. ΑΠΕ).
Φωτογραφία από την περιοχή Μπρίκια στην Θήρα (φωτ. ΑΠΕ).
Το αξιολογότερο από τα ελάχιστα σωζόμενα βυζαντινά μνημεία της θήρας είναι η Παναγία της Επισκοπής, κοντά στο χωριό Μέσα Γωνιά, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η τοιχογραφία του Νέγρου από σπίτι του Ακρωτηρίου. Τα σπίτια αυτά συχνά διακοσμούνταω με θαυμάσιες τοιχογραφίες.
Τα ευρήματα των ανασκαφών του Ακρωτηρίου είναι μοναδικές μαρτυρίες για την πολιτιστική στάθμη της εποχής του χαλκού.
Τοιχογραφία του 16ου αιώνα π.Χ., που βρέθηκε στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης. Δυο αγόρια παίζουν ή αγωνίζονται σ’ ένα είδος πυγμαχίας (Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Η «Βασίλειος Στοά»: μεγάλο ορθογώνιο κτίσμα με εσωτερική κιονοστοιχία, το σπουδαιότερο κτίριο της αγοράς, κέντρο του κοινωνικού βίου της πόλης: δεν μπορεί να χρονολογηθεί παλαιότερα από την ύστερη ελληνιστική εποχή και στην εποχή του Τραϊανού επισκευάστηκε και τροποποιήθηκε.
Το γυμνάσιο των εφήβων: τελείως σχεδόν καταστρεμμένο, γνώρισε πολλές μετατροπές σε διάφορες εποχές.
Ταφικό σήμα του Αρχαγέτα (βρέθηκε στην αρχαϊκή νεκρόπολη της Θήρας και φυλάσσεται στην Επιγραφική Συλλογή του Εθνικού Μουσείου), χαρακτηριστικό δείγμα της αρχαϊκής θηραϊκής γραφής.
Ο μινωικός οικισμός του Ακρωτηρίου στη Σαντορίνη, που αποκαλύφτηκε σχεδόν ανέπαφος, όπως τον είχε σκεπάσει η λάβα, αποτελεί άμεση και αναντικατάστατη πηγή πληροφοριών για αρχαιολογική έρευνα, διαφωτίζοντας την υστερομινωική 1a (1500-1470 π.Χ.) περίοδο του νησιού.
Θέατρο που χτίστηκε στην ελληνιστική εποχή και τροποποιήθηκε στους αυτοκρατορικούς χρόνους.
Προχούς, διακοσμημένη με φυτικά μοτίβα: ήρθε στο φως με τις ανασκαφές στο Ακρωτήρι.
Τα σπίτια στα Κάτω Φηρά αποτελούν ένα χαρακτηριστικό δείγμα της λαϊκής αρχιτεκτονικής της Σαντορίνης.
Στο βάθος διακρίνεται η Καλδέρα της Σαντορίνης (φωτ. ΑΠΕ).
Η Σαντορίνη είναι ένα από τα πιο αξιαγάπητα νησιά για τους ξένους τόσο για την ομορφιά του τοπίου του, όσο και για τις αρχαιότητες που διαθέτει. Το άγριο ηφαιστειογενές τοπίο θέλγει τους τουρίστες (φωτ. Κοντού-Αϊβαλή).
Dictionary of Greek. 2013.